νοσφιστής

νοσφιστής
ο тот, кто незаконно присваивает чужое имущество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νοσφιστής" в других словарях:

  • νοσφιστής — peculator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσφιστής — ο (Α νοσφιστής) [νοσφίζομαι] αυτός που ιδιοποιείται ξένη ιδιοκτησία παράνομα, σφετεριστής, καταχραστής …   Dictionary of Greek

  • νοσφιστήν — νοσφιστής peculator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσφιστῶν — νοσφιστής peculator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσφιστάς — νοσφιστά̱ς , νοσφιστής peculator masc acc pl νοσφιστά̱ς , νοσφιστής peculator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»